-
1 φλαυρον
φλαῦρον εἰπεῖν τινα Arph. и λέγειν περί τινος Isocr. — говорить дурно о ком-л.;
τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον Her. — худшая часть войска -
2 φλαυρος
31) плохой, дурной, негодный(χώρα Her.; ἔπη Soph.)
οἰκίης οὐ φλαυροτέρης Her. — не худшего дома, т.е. не уступающий в знатности рода;οὐ φλαυροτάτους φαίνεσθαι ἐόντας τιμωρούς τινι Her. — оказываться не последними помощниками кому-л.;τὸ εἶδος φλαύρη Her. — некрасивая внешностью2) ничтожныйγέροντα δ΄ ὀρθοῦν φλαῦρον ὃς νέος πέσῃ Soph. — бесполезно поднимать старика, который пал уже в юности ( слова Эдипа о себе самом). - см. тж. φλαῦρον
-
3 απολαυω
1) вкушать, наслаждаться(ποτῶν Xen.; μετρίως τινός Plat.)
ἀπολελαυκότες ὕπνου Plut. — хорошо поспавшие2) пользоваться, извлекать пользу(τινός Her., Dem.; τί τινος Thuc., Xen., Plut.; τι ἀπό τινος Plat. и τι ἔκ τινος Isocr.)
ἀντὴ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀ. Plat. — из многих трудов извлечь ничтожную выгоду3) изведывать, испытывать(φλαῦρόν τι Isocr.; πληγῶν Plut.)
ἀπολαῦσαι κακῶν Eur. — стать несчастным4) заражаться(ὀφθαλμία: ἀπό τινος Plat.)
5) насмехаться(τινός Plut.)
-
4 παραιθυσσω
(дор. aor. παραίθυξα)1) встряхивать, приводить в быстрое движение(ἄκρα πτερύγων Anth.)
π. θόρυβον Pind. — шуметь в знак одобрения2) раздаваться(εἴ τι φλαῦρον παραιθύσσει Pind.)
См. также в других словарях:
φλαῦρον — φλαῦρος petty masc acc sg φλαῦρος petty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… … Dictionary of Greek
παροτρύνω — ΝΜΑ παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω αρχ. (ως ιατρ. όρος) μετατοπίζω («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια αδυναμία, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀτρύνω «παρακινώ»] … Dictionary of Greek